- περιομφακώδης
- περιομφᾰκώδης, ες,A looking quite unripe, dub. in Hp.Epid.4.30 (πέρι, ὁ φακώδης Littré).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιομφακώδης — ῶδες, Α αυτός που φαίνεται εντελώς άγουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀμφακώδης (< ὄμφαξ «άγουρος»] … Dictionary of Greek